πολυάνθρωπος

πολυάνθρωπος
-η, -ο / πολυάνθρωπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη συγκέντρωση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάνθρωπο
το να αποτελείται κάτι από πολλούς ανθρώπους
αρχ.
1. αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί άνθρωποι («τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν Ἑλληνικών πανηγύρεων», Λουκιαν.)
2. ο μεγάλος σε αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἄνθρωπος (πρβλ. αγρι-άνθρωπος, ολιγ-άνθρωπος). Το ουδ. πολυάνθρωπον έλαβε τη σημ. τών αφηρημένων ουσιαστικών (πρβλ.τὸ ευδιακριτόθετον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυάνθρωπος — populous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνθρωπος — η, ο αυτός που έχει πολλούς ανθρώπους, ο πολυπληθής: Πολυάνθρωπες πόλεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυανθρωπότερον — πολυάνθρωπος populous adverbial comp πολυάνθρωπος populous masc acc comp sg πολυάνθρωπος populous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανθρωποτέραις — πολυάνθρωπος populous fem dat comp pl πολυανθρωποτέρᾱͅς , πολυάνθρωπος populous fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανθρωπότατα — πολυάνθρωπος populous adverbial superl πολυάνθρωπος populous neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανθρωπότατον — πολυάνθρωπος populous masc acc superl sg πολυάνθρωπος populous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάνθρωπον — πολυάνθρωπος populous masc/fem acc sg πολυάνθρωπος populous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανθρωποτάταις — πολυάνθρωπος populous fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανθρωποτάτη — πολυάνθρωπος populous fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυανθρωποτάτην — πολυάνθρωπος populous fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”